αμεθόδευτος
Greek
Adjective
αμεθόδευτος • (amethódeftos) m (feminine αμεθόδευτη, neuter αμεθόδευτο)
- unmethodical, disorganised (UK), disorganized (US)
Declension
Declension of αμεθόδευτος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αμεθόδευτος • | αμεθόδευτη • | αμεθόδευτο • | αμεθόδευτοι • | αμεθόδευτες • | αμεθόδευτα • |
genitive | αμεθόδευτου • | αμεθόδευτης • | αμεθόδευτου • | αμεθόδευτων • | αμεθόδευτων • | αμεθόδευτων • |
accusative | αμεθόδευτο • | αμεθόδευτη • | αμεθόδευτο • | αμεθόδευτους • | αμεθόδευτες • | αμεθόδευτα • |
vocative | αμεθόδευτε • | αμεθόδευτη • | αμεθόδευτο • | αμεθόδευτοι • | αμεθόδευτες • | αμεθόδευτα • |
Synonyms
- αμέθοδος (améthodos)
Related terms
- see: μέθοδος f (méthodos, “method”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.