αμίμητος
Greek
Etymology
From the Ancient Greek ἀμίμητος (amímētos).
Pronunciation
- IPA(key): [aˈmimɛtɔs]
- Hyphenation: α‧μί‧μη‧τος
Adjective
αμίμητος • (amímitos) m (feminine αμίμητη, neuter αμίμητο)
- inimitable, (colloquial) priceless
- unrivalled, incomparable
Declension
Declension of αμίμητος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αμίμητος • | αμίμητη • | αμίμητο • | αμίμητοι • | αμίμητες • | αμίμητα • |
genitive | αμίμητου • | αμίμητης • | αμίμητου • | αμίμητων • | αμίμητων • | αμίμητων • |
accusative | αμίμητο • | αμίμητη • | αμίμητο • | αμίμητους • | αμίμητες • | αμίμητα • |
vocative | αμίμητε • | αμίμητη • | αμίμητο • | αμίμητοι • | αμίμητες • | αμίμητα • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.