αλλόθρησκος
Greek
Adjective
αλλόθρησκος • (allóthriskos) m (feminine αλλόθρησκη, neuter αλλόθρησκο)
Declension
Declension of αλλόθρησκος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αλλόθρησκος • | αλλόθρησκη • | αλλόθρησκο • | αλλόθρησκοι • | αλλόθρησκες • | αλλόθρησκα • |
genitive | αλλόθρησκου • | αλλόθρησκης • | αλλόθρησκου • | αλλόθρησκων • | αλλόθρησκων • | αλλόθρησκων • |
accusative | αλλόθρησκο • | αλλόθρησκη • | αλλόθρησκο • | αλλόθρησκους • | αλλόθρησκες • | αλλόθρησκα • |
vocative | αλλόθρησκε • | αλλόθρησκη • | αλλόθρησκο • | αλλόθρησκοι • | αλλόθρησκες • | αλλόθρησκα • |
Synonyms
- αλλόπιστος (allópistos)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.