αλαφυραγώγητος
Greek
Adjective
αλαφυραγώγητος • (alafyragógitos) m (feminine αλαφυραγώγητη, neuter αλαφυραγώγητο)
Declension
Declension of αλαφυραγώγητος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αλαφυραγώγητος • | αλαφυραγώγητη • | αλαφυραγώγητο • | αλαφυραγώγητοι • | αλαφυραγώγητες • | αλαφυραγώγητα • |
genitive | αλαφυραγώγητου • | αλαφυραγώγητης • | αλαφυραγώγητου • | αλαφυραγώγητων • | αλαφυραγώγητων • | αλαφυραγώγητων • |
accusative | αλαφυραγώγητο • | αλαφυραγώγητη • | αλαφυραγώγητο • | αλαφυραγώγητους • | αλαφυραγώγητες • | αλαφυραγώγητα • |
vocative | αλαφυραγώγητε • | αλαφυραγώγητη • | αλαφυραγώγητο • | αλαφυραγώγητοι • | αλαφυραγώγητες • | αλαφυραγώγητα • |
Synonyms
- see: ασύλητος (asýlitos)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.