αλίπαντος
Greek
Adjective
αλίπαντος • (alípantos) m (feminine αλίπαντη, neuter αλίπαντο)
- unlubricated, ungreased, oiled (machinery)
- (figuratively) unfertilised (field)
Declension
Declension of αλίπαντος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αλίπαντος • | αλίπαντη • | αλίπαντο • | αλίπαντοι • | αλίπαντες • | αλίπαντα • |
genitive | αλίπαντου • | αλίπαντης • | αλίπαντου • | αλίπαντων • | αλίπαντων • | αλίπαντων • |
accusative | αλίπαντο • | αλίπαντη • | αλίπαντο • | αλίπαντους • | αλίπαντες • | αλίπαντα • |
vocative | αλίπαντε • | αλίπαντη • | αλίπαντο • | αλίπαντοι • | αλίπαντες • | αλίπαντα • |
Synonyms
Related terms
- see: λιπαίνω (lipaíno, “to lubricate”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.