ακοίταχτος
Greek
Adjective
ακοίταχτος • (akoítachtos) m (feminine ακοίταχτη, neuter ακοίταχτο)
Declension
Declension of ακοίταχτος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ακοίταχτος • | ακοίταχτη • | ακοίταχτο • | ακοίταχτοι • | ακοίταχτες • | ακοίταχτα • |
genitive | ακοίταχτου • | ακοίταχτης • | ακοίταχτου • | ακοίταχτων • | ακοίταχτων • | ακοίταχτων • |
accusative | ακοίταχτο • | ακοίταχτη • | ακοίταχτο • | ακοίταχτους • | ακοίταχτες • | ακοίταχτα • |
vocative | ακοίταχτε • | ακοίταχτη • | ακοίταχτο • | ακοίταχτοι • | ακοίταχτες • | ακοίταχτα • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.