ακλείδωτος
Greek
Declension
Declension of ακλείδωτος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ακλείδωτος • | ακλείδωτη • | ακλείδωτο • | ακλείδωτοι • | ακλείδωτες • | ακλείδωτα • |
genitive | ακλείδωτου • | ακλείδωτης • | ακλείδωτου • | ακλείδωτων • | ακλείδωτων • | ακλείδωτων • |
accusative | ακλείδωτο • | ακλείδωτη • | ακλείδωτο • | ακλείδωτους • | ακλείδωτες • | ακλείδωτα • |
vocative | ακλείδωτε • | ακλείδωτη • | ακλείδωτο • | ακλείδωτοι • | ακλείδωτες • | ακλείδωτα • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.