ακανόνιστος
Greek
Adjective
ακανόνιστος • (akanónistos) m (feminine ακανόνιστη, neuter ακανόνιστο)
- irregular
- ακανόνιστοι παλμοί καρδιάς ― akanónistoi palmoí kardiás ― irregular heart beats
- asymmetric
- ακανόνιστα χαρακτηριστικά ― akanónista charaktiristiká ― asymmetric features
- unsettled, not cleared up
Declension
Declension of ακανόνιστος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ακανόνιστος • | ακανόνιστη • | ακανόνιστο • | ακανόνιστοι • | ακανόνιστες • | ακανόνιστα • |
genitive | ακανόνιστου • | ακανόνιστης • | ακανόνιστου • | ακανόνιστων • | ακανόνιστων • | ακανόνιστων • |
accusative | ακανόνιστο • | ακανόνιστη • | ακανόνιστο • | ακανόνιστους • | ακανόνιστες • | ακανόνιστα • |
vocative | ακανόνιστε • | ακανόνιστη • | ακανόνιστο • | ακανόνιστοι • | ακανόνιστες • | ακανόνιστα • |
Synonyms
- αντικανονικός m (antikanonikós)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.