αιωνόβιος
Greek
Declension
Declension of αιωνόβιος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αιωνόβιος • | αιωνόβια • | αιωνόβιο • | αιωνόβιοι • | αιωνόβιες • | αιωνόβια • |
genitive | αιωνόβιου • | αιωνόβιας • | αιωνόβιου • | αιωνόβιων • | αιωνόβιων • | αιωνόβιων • |
accusative | αιωνόβιο • | αιωνόβια • | αιωνόβιο • | αιωνόβιους • | αιωνόβιες • | αιωνόβια • |
vocative | αιωνόβιε • | αιωνόβια • | αιωνόβιο • | αιωνόβιοι • | αιωνόβιες • | αιωνόβια • |
Related terms
- see: αιώνας m (aiónas, “century, eon, eternity”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.