αιμορροφιλικός
Greek
Adjective
αιμορροφιλικός • (aimorrofilikós) m (feminine αιμορροφιλική, neuter αιμορροφιλικό)
- (medicine) haemophilic (UK), hemophilic (US)
Declension
Declension of αιμορροφιλικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αιμορροφιλικός • | αιμορροφιλική • | αιμορροφιλικό • | αιμορροφιλικοί • | αιμορροφιλικές • | αιμορροφιλικά • |
genitive | αιμορροφιλικού • | αιμορροφιλικής • | αιμορροφιλικού • | αιμορροφιλικών • | αιμορροφιλικών • | αιμορροφιλικών • |
accusative | αιμορροφιλικό • | αιμορροφιλική • | αιμορροφιλικό • | αιμορροφιλικούς • | αιμορροφιλικές • | αιμορροφιλικά • |
vocative | αιμορροφιλικέ • | αιμορροφιλική • | αιμορροφιλικό • | αιμορροφιλικοί • | αιμορροφιλικές • | αιμορροφιλικά • |
Synonyms
- αιμοφιλικός (aimofilikós)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.