αδιατάρακτος
Greek
Alternative forms
- αδιατάραχτος (adiatárachtos)
Declension
Declension of αδιατάρακτος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αδιατάρακτος • | αδιατάρακτη • | αδιατάρακτο • | αδιατάρακτοι • | αδιατάρακτες • | αδιατάρακτα • |
genitive | αδιατάρακτου • | αδιατάρακτης • | αδιατάρακτου • | αδιατάρακτων • | αδιατάρακτων • | αδιατάρακτων • |
accusative | αδιατάρακτο • | αδιατάρακτη • | αδιατάρακτο • | αδιατάρακτους • | αδιατάρακτες • | αδιατάρακτα • |
vocative | αδιατάρακτε • | αδιατάρακτη • | αδιατάρακτο • | αδιατάρακτοι • | αδιατάρακτες • | αδιατάρακτα • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.