αδιασταύρωτος
Greek
Adjective
αδιασταύρωτος • (adiastávrotos) m (feminine αδιασταύρωτη, neuter αδιασταύρωτο)
- unverified
- αδιασταύρωτη πληροφορία ― adiastávroti pliroforía ― unverified information
- uncrossed (roads, etc)
Declension
Declension of αδιασταύρωτος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αδιασταύρωτος • | αδιασταύρωτη • | αδιασταύρωτο • | αδιασταύρωτοι • | αδιασταύρωτες • | αδιασταύρωτα • |
genitive | αδιασταύρωτου • | αδιασταύρωτης • | αδιασταύρωτου • | αδιασταύρωτων • | αδιασταύρωτων • | αδιασταύρωτων • |
accusative | αδιασταύρωτο • | αδιασταύρωτη • | αδιασταύρωτο • | αδιασταύρωτους • | αδιασταύρωτες • | αδιασταύρωτα • |
vocative | αδιασταύρωτε • | αδιασταύρωτη • | αδιασταύρωτο • | αδιασταύρωτοι • | αδιασταύρωτες • | αδιασταύρωτα • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.