αδασμολόγητος
Greek
Etymology
From α- (a-, “not”) + δασμολογώ (dasmologó, “to put a duty on”).
Declension
Declension of αδασμολόγητος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αδασμολόγητος • | αδασμολόγητη • | αδασμολόγητο • | αδασμολόγητοι • | αδασμολόγητες • | αδασμολόγητα • |
genitive | αδασμολόγητου • | αδασμολόγητης • | αδασμολόγητου • | αδασμολόγητων • | αδασμολόγητων • | αδασμολόγητων • |
accusative | αδασμολόγητο • | αδασμολόγητη • | αδασμολόγητο • | αδασμολόγητους • | αδασμολόγητες • | αδασμολόγητα • |
vocative | αδασμολόγητε • | αδασμολόγητη • | αδασμολόγητο • | αδασμολόγητοι • | αδασμολόγητες • | αδασμολόγητα • |
Derived terms
- αδασμολόγητα (adasmológita, “duty-free”, adverb)
Related terms
- αφορολόγητος (aforológitos, “untaxed”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.