αδαμιαίος
Greek
Etymology
from Αδάμ (Adám, “Adam”)
Declension
Declension of αδαμιαίος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αδαμιαίος • | αδαμιαία • | αδαμιαίο • | αδαμιαίοι • | αδαμιαίες • | αδαμιαία • |
genitive | αδαμιαίου • | αδαμιαίας • | αδαμιαίου • | αδαμιαίων • | αδαμιαίων • | αδαμιαίων • |
accusative | αδαμιαίο • | αδαμιαία • | αδαμιαίο • | αδαμιαίους • | αδαμιαίες • | αδαμιαία • |
vocative | αδαμιαίε • | αδαμιαία • | αδαμιαίο • | αδαμιαίοι • | αδαμιαίες • | αδαμιαία • |
Derived terms
- αδαμιαία περιβολή f (adamiaía perivolí, “birthday suit”, literally “Adam's clothes”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.