αγριοκοίταγμα
Greek
Noun
αγριοκοίταγμα • (agriokoítagma) n (plural αγριοκοιτάγματα)
Declension
declension of αγριοκοίταγμα
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | αγριοκοίταγμα • | αγριοκοιτάγματα • |
genitive | αγριοκοιτάγματος • | αγριοκοιταγμάτων • |
accusative | αγριοκοίταγμα • | αγριοκοιτάγματα • |
vocative | αγριοκοίταγμα • | αγριοκοιτάγματα • |
Related terms
- see: αγριοκοιτάζω (agriokoitázo, “to glower”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.