αγκαθοκαλημάνα
Greek
Noun
αγκαθοκαλημάνα • (agkathokalimána) f (plural αγκαθοκαλημάνες)
Declension
declension of αγκαθοκαλημάνα
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | αγκαθοκαλημάνα • | αγκαθοκαλημάνες • |
genitive | αγκαθοκαλημάνας • | αγκαθοκαλημάνων • |
accusative | αγκαθοκαλημάνα • | αγκαθοκαλημάνες • |
vocative | αγκαθοκαλημάνα • | αγκαθοκαλημάνες • |
Coordinate terms
- see: καλημάνα (kalimána) for other species of lapwing
Further reading
- Καλημάνα on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.