αγιοβασιλιάτικος
Greek
Alternative forms
- αϊβασιλιάτικος (aïvasiliátikos)
Adjective
αγιοβασιλιάτικος • (agiovasiliátikos) m (feminine αγιοβασιλιάτικη, neuter αγιοβασιλιάτικο)
Declension
Declension of αγιοβασιλιάτικος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αγιοβασιλιάτικος • | αγιοβασιλιάτικη • | αγιοβασιλιάτικο • | αγιοβασιλιάτικοι • | αγιοβασιλιάτικες • | αγιοβασιλιάτικα • |
genitive | αγιοβασιλιάτικου • | αγιοβασιλιάτικης • | αγιοβασιλιάτικου • | αγιοβασιλιάτικων • | αγιοβασιλιάτικων • | αγιοβασιλιάτικων • |
accusative | αγιοβασιλιάτικο • | αγιοβασιλιάτικη • | αγιοβασιλιάτικο • | αγιοβασιλιάτικους • | αγιοβασιλιάτικες • | αγιοβασιλιάτικα • |
vocative | αγιοβασιλιάτικε • | αγιοβασιλιάτικη • | αγιοβασιλιάτικο • | αγιοβασιλιάτικοι • | αγιοβασιλιάτικες • | αγιοβασιλιάτικα • |
Further reading
- Βασίλειος Καισαρείας on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.