αγαθοποιός
See also: ἀγαθοποιός
Greek
Adjective
αγαθοποιός • (agathopoiós) m (feminine αγαθοποιός, neuter αγαθοποιό)
Declension
Declension of αγαθοποιός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αγαθοποιός • | αγαθοποιός • | αγαθοποιό • | αγαθοποιοί • | αγαθοποιοί • | αγαθοποιά • |
genitive | αγαθοποιού • | αγαθοποιού • | αγαθοποιού • | αγαθοποιών • | αγαθοποιών • | αγαθοποιών • |
accusative | αγαθοποιό • | αγαθοποιό • | αγαθοποιό • | αγαθοποιούς • | αγαθοποιούς • | αγαθοποιά • |
vocative | αγαθοποιέ • | αγαθοποιέ • | αγαθοποιό • | αγαθοποιοί • | αγαθοποιοί • | αγαθοποιά • |
Synonyms
- αγαθοεγός (agathoegós)
Related terms
- see: αγαθός (agathós, “good, kind”, adj)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.