αβλαβέστερος
Greek
Etymology
See αβλαβής (avlavís).
Pronunciation
- IPA(key): /avlaˈvesteros/
- Hyphenation: α‧βλα‧βέ‧στε‧ρος
Adjective
αβλαβέστερος • (avlavésteros) m (feminine αβλαβέστερη, neuter αβλαβέστερο)
- comparative degree of αβλαβής (avlavís, “more harmless”)
Declension
Declension of αβλαβέστερος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αβλαβέστερος • | αβλαβέστερη • | αβλαβέστερο • | αβλαβέστεροι • | αβλαβέστερες • | αβλαβέστερα • |
genitive | αβλαβέστερου • | αβλαβέστερης • | αβλαβέστερου • | αβλαβέστερων • | αβλαβέστερων • | αβλαβέστερων • |
accusative | αβλαβέστερο • | αβλαβέστερη • | αβλαβέστερο • | αβλαβέστερους • | αβλαβέστερες • | αβλαβέστερα • |
vocative | αβλαβέστερε • | αβλαβέστερη • | αβλαβέστερο • | αβλαβέστεροι • | αβλαβέστερες • | αβλαβέστερα • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.