άστολος
Greek
Adjective
άστολος • (ástolos) m (feminine άστολη, neuter άστολο)
- out of uniform
- Coordinate term: (unadorned) αστόλιστος (astólistos)
Declension
Declension of άστολος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | άστολος • | άστολη • | άστολο • | άστολοι • | άστολες • | άστολα • |
genitive | άστολου • | άστολης • | άστολου • | άστολων • | άστολων • | άστολων • |
accusative | άστολο • | άστολη • | άστολο • | άστολους • | άστολες • | άστολα • |
vocative | άστολε • | άστολη • | άστολο • | άστολοι • | άστολες • | άστολα • |
Related terms
- see: στολή f (stolí, “costume, uniform”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.