άπρακτος
Greek
Alternative forms
- άπραχτος (áprachtos)
Etymology
From Ancient Greek ἄπρακτος (ápraktos)
Declension
Declension of άπρακτος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | άπρακτος • | άπρακτη • | άπρακτο • | άπρακτοι • | άπρακτες • | άπρακτα • |
genitive | άπρακτου • | άπρακτης • | άπρακτου • | άπρακτων • | άπρακτων • | άπρακτων • |
accusative | άπρακτο • | άπρακτη • | άπρακτο • | άπρακτους • | άπρακτες • | άπρακτα • |
vocative | άπρακτε • | άπρακτη • | άπρακτο • | άπρακτοι • | άπρακτες • | άπρακτα • |
Related terms
- see: απραξία f (apraxía, “idleness”)
Further reading
- άπρακτος - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.