άπιοτος
Greek
Adjective
άπιοτος • (ápiotos) m (feminine άπιοτη, neuter άπιοτο)
- not drunk (of a beverage)
- undrinkable
- sober
- Synonym: αμέθυστος (améthystos)
- Antonym: μεθυσμένος (methysménos)
Declension
Declension of άπιοτος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | άπιοτος • | άπιοτη • | άπιοτο • | άπιοτοι • | άπιοτες • | άπιοτα • |
genitive | άπιοτου • | άπιοτης • | άπιοτου • | άπιοτων • | άπιοτων • | άπιοτων • |
accusative | άπιοτο • | άπιοτη • | άπιοτο • | άπιοτους • | άπιοτες • | άπιοτα • |
vocative | άπιοτε • | άπιοτη • | άπιοτο • | άπιοτοι • | άπιοτες • | άπιοτα • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.