άβροχος
Greek
Alternative forms
- άβρεχος (ávrechos)
Adjective
άβροχος • (ávrochos) m (feminine άβροχη, neuter άβροχο)
Declension
Declension of άβροχος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | άβροχος • | άβροχη • | άβροχο • | άβροχοι • | άβροχες • | άβροχα • |
genitive | άβροχου • | άβροχης • | άβροχου • | άβροχων • | άβροχων • | άβροχων • |
accusative | άβροχο • | άβροχη • | άβροχο • | άβροχους • | άβροχες • | άβροχα • |
vocative | άβροχε • | άβροχη • | άβροχο • | άβροχοι • | άβροχες • | άβροχα • |
Coordinate terms
- see: ξερός (xerós, “dry, arid”)
Related terms
- άβροχα (ávrocha, “drily”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.