Πλούτωνας

Greek

Etymology

From Ancient Greek Πλούτων (Ploútōn).

Proper noun

Πλούτωνας • (Ploútonas) m

  1. (astronomy) Pluto (dwarf planet)

Declension

Further reading

Solar System in Greek · Ηλιακό σύστημα (Iliakó sýstima) (layout · text)
Star Ήλιος (Ílios)
IAU planets and
notable dwarf planets
Ερμής (Ermís) Αφροδίτη (Afrodíti) Γη (Gi) Άρης (Áris) Δήμητρα (Dímitra) Δίας (Días) Κρόνος (Krónos) Ουρανός (Ouranós) Ποσειδώνας (Poseidónas) Πλούτωνας (Ploútonas) Έρις (Éris)
Notable
moons
Σελήνη (Selíni) Φόβος (Fóvos)
Δείμος (Deímos)
Ιώ ()
Ευρώπη (Evrópi)
Γανυμήδης (Ganymídis)
Καλλιστώ (Kallistó)
Μίμας (Mímas)
Εγκελάδος (Egkeládos)
Τηθύς (Tithýs)
Διώνη (Dióni)
Ρέα (Réa)
Τιτάνας (Titánas)
Ιαπετός (Iapetós)

Μιράντα (Miránta)
Άριελ (Áriel)
Ουμβριήλ (Oumvriíl)
Τιτάνια (Titánia)
Όμπερον (Ómperon)
Τρίτωνας (Trítonas) Χάρων (Cháron) Δυσνομία (Dysnomía)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.